Ετυμολογία

επεξεργασία
ματίζω < αρχαία ελληνική ἁμματίζω < ἅμμα

ματίζω

  • ενώνω δύο ομοειδή αντικείμενα που το ένα αποτελεί προέκταση ή συνέχεια του άλλου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία