Ετυμολογία

επεξεργασία

ματίζω

  • ενώνω δύο ομοειδή αντικείμενα που το ένα αποτελεί προέκταση ή συνέχεια του άλλου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία