Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματίζω < αρχαία ελληνική ἁμματίζω < ἅμμα

  Ρήμα επεξεργασία

ματίζω

  • ενώνω δύο ομοειδή αντικείμενα που το ένα αποτελεί προέκταση ή συνέχεια του άλλου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία