ματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ματίζω < αρχαία ελληνική ἁμματίζω < ἅμμα
Ρήμα
επεξεργασίαματίζω
- ενώνω δύο ομοειδή αντικείμενα που το ένα αποτελεί προέκταση ή συνέχεια του άλλου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ματίζω | μάτιζα | θα ματίζω | να ματίζω | ματίζοντας | |
β' ενικ. | ματίζεις | μάτιζες | θα ματίζεις | να ματίζεις | μάτιζε | |
γ' ενικ. | ματίζει | μάτιζε | θα ματίζει | να ματίζει | ||
α' πληθ. | ματίζουμε | ματίζαμε | θα ματίζουμε | να ματίζουμε | ||
β' πληθ. | ματίζετε | ματίζατε | θα ματίζετε | να ματίζετε | ματίζετε | |
γ' πληθ. | ματίζουν(ε) | μάτιζαν ματίζαν(ε) |
θα ματίζουν(ε) | να ματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μάτισα | θα ματίσω | να ματίσω | ματίσει | ||
β' ενικ. | μάτισες | θα ματίσεις | να ματίσεις | μάτισε | ||
γ' ενικ. | μάτισε | θα ματίσει | να ματίσει | |||
α' πληθ. | ματίσαμε | θα ματίσουμε | να ματίσουμε | |||
β' πληθ. | ματίσατε | θα ματίσετε | να ματίσετε | ματίστε | ||
γ' πληθ. | μάτισαν ματίσαν(ε) |
θα ματίσουν(ε) | να ματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ματίσει | είχα ματίσει | θα έχω ματίσει | να έχω ματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ματίσει | είχες ματίσει | θα έχεις ματίσει | να έχεις ματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ματίσει | είχε ματίσει | θα έχει ματίσει | να έχει ματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ματίσει | είχαμε ματίσει | θα έχουμε ματίσει | να έχουμε ματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ματίσει | είχατε ματίσει | θα έχετε ματίσει | να έχετε ματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ματίσει | είχαν ματίσει | θα έχουν ματίσει | να έχουν ματίσει |
|