spiritostato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spiritostato | spiritostatoj |
αιτιατική | spiritostaton | spiritostatojn |
spiritostato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spiritostato | spiritostatoj |
αιτιατική | spiritostaton | spiritostatojn |
spiritostato (eo)