sparkado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sparkado | sparkadoj |
αιτιατική | sparkadon | sparkadojn |
sparkado (eo)
- η ανάφλεξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sparkado | sparkadoj |
αιτιατική | sparkadon | sparkadojn |
sparkado (eo)