space out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | space out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spaces out |
αόριστος | spaced out |
παθητική μετοχή | spaced out |
ενεργητική μετοχή | spacing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαspace out (en)
- (μεταβατικό) αραιώνω, μεγαλώνω την απόσταση μεταξύ πραγμάτων ή αντικειμένων
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 120. ISBN 9780194325684., λήμμα: αραιώνω