soufflant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- soufflant < souffler
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soufflant | soufflants |
θηλυκό | soufflante | soufflantes |
soufflant (fr)
- φυσητικός
- (μεταφορικά) (οικείο) εκπληκτικός, που αφήνει κάποιον άφωνο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
soufflant | soufflants |
soufflant (fr) θηλυκό