soudard
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- soudard < soude < solde
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
soudard | soudards |
soudard (fr) αρσενικό
- (ιστορία) μισθοφόρος στρατιώτης
- (λογοτεχνικό) βίαιος, αγροίκος στρατιωτικός
ενικός | πληθυντικός |
soudard | soudards |
soudard (fr) αρσενικό