Ετυμολογία

επεξεργασία
soudard < soude < solde

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
soudard soudards

soudard (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) μισθοφόρος στρατιώτης
  2. (λογοτεχνικό) βίαιος, αγροίκος στρατιωτικός
     συνώνυμα: reître