soucieux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soucieux | soucieux |
θηλυκό | soucieuse | soucieuses |
Επίθετο επεξεργασία
soucieux (fr)
- ανήσυχος, προβληματισμένος
- προσεκτικός, απορροφημένος από μια σκέψη
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soucieux | soucieux |
θηλυκό | soucieuse | soucieuses |
soucieux (fr)