solstico
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- solstico < λατινική solstitium
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sol.ˈsti.t͡so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : sol‐sti‐co
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | solstico | solsticoj |
αιτιατική | solsticon | solsticojn |
solstico (eo)
- (αστρονομία) το ηλιοστάσιο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- solstico στην εσπεράντο Βικιπαίδεια