παραθετικά
θετικός sloppily
συγκριτικός more sloppily
υπερθετικός most sloppily

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sloppily < sloppy + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

sloppily (en)

  • πρόχειρα, με τρόπο που δείχνει έλλειψη φροντίδας, σκέψης ή προσπάθειας
    ⮡  I sloppily pinned up my pants with a safety pin.
    Έπιασα πρόχειρα το παντελόνι μου με παραμάνα.
    ⮡  I wrote something very sloppily, I will fix it later.
    Έγραψα κάτι πολύ πρόχειρα, αργότερα θα διορθώσω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη haphazardly