haphazardly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | haphazardly |
συγκριτικός | more haphazardly |
υπερθετικός | most haphazardly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασία- χαοτικά, ανοργάνωτα, πρόχειρα, με τρόπο που δεν έχει συγκεκριμένη τάξη ή σχέδιο· με τρόπο που δεν είναι καλά οργανωμένος πρόχειρος
- ⮡ I haphazardly pinned up my pants with a safety pin.
- Έπιασα πρόχειρα το παντελόνι μου με παραμάνα.
- ⮡ I haphazardly pinned up my pants with a safety pin.