skurĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈskuɾ.d͡ʒo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skurĝo | skurĝoj |
αιτιατική | skurĝon | skurĝojn |
skurĝo (eo)
- το μαστίγιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skurĝo | skurĝoj |
αιτιατική | skurĝon | skurĝojn |
skurĝo (eo)