skipo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skipo | skipoj |
αιτιατική | skipon | skipojn |
skipo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skipo | skipoj |
αιτιατική | skipon | skipojn |
skipo (eo)