sinsekva
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinsekva | sinsekvaj |
αιτιατική | sinsekvan | sinsekvajn |
sinsekva (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinsekva | sinsekvaj |
αιτιατική | sinsekvan | sinsekvajn |
sinsekva (eo)