servisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | servisto | servistoj |
αιτιατική | serviston | servistojn |
servisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | servisto | servistoj |
αιτιατική | serviston | servistojn |
servisto (eo)