senpezeco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senpezeco | senpezecoj |
αιτιατική | senpezecon | senpezecojn |
senpezeco (eo)
- η έλλειψη βαρύτητας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senpezeco | senpezecoj |
αιτιατική | senpezecon | senpezecojn |
senpezeco (eo)