senpaga
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senpaga | senpagaj |
αιτιατική | senpagan | senpagajn |
senpaga (eo)
- που δεν πληρώνεται, δωρεάν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senpaga | senpagaj |
αιτιατική | senpagan | senpagajn |
senpaga (eo)