senpacienco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senpacienco | senpaciencoj |
αιτιατική | senpaciencon | senpaciencojn |
senpacienco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senpacienco | senpaciencoj |
αιτιατική | senpaciencon | senpaciencojn |
senpacienco (eo)