pacienco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.t͡siˈen.t͡so/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pacienco | paciencoj |
αιτιατική | paciencon | paciencojn |
pacienco (eo)
- η υπομονή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pacienco | paciencoj |
αιτιατική | paciencon | paciencojn |
pacienco (eo)