senkondiĉa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senkondiĉa | senkondiĉaj |
αιτιατική | senkondiĉan | senkondiĉajn |
senkondiĉa (eo)
- άνευ όρων
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senkondiĉa | senkondiĉaj |
αιτιατική | senkondiĉan | senkondiĉajn |
senkondiĉa (eo)