Ετυμολογία

επεξεργασία
senhonteco < sen + honteco

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική senhonteco senhontecoj
αιτιατική senhontecon senhontecojn

senhonteco (eo)

la ekstremo de senhonteco - το άκρον άωτον της αδιαντροπιάς