senhezita
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senhezita | senhezitaj |
αιτιατική | senhezitan | senhezitajn |
senhezita (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senhezita | senhezitaj |
αιτιατική | senhezitan | senhezitajn |
senhezita (eo)