sekureco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekureco | sekurecoj |
αιτιατική | sekurecon | sekurecojn |
sekureco (eo)
- η ασφάλεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekureco | sekurecoj |
αιτιατική | sekurecon | sekurecojn |
sekureco (eo)