sekurŝranko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekurŝranko | sekurŝrankoj |
αιτιατική | sekurŝrankon | sekurŝrankojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /se.kuɾˈʃɾan.ko/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsekurŝranko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekurŝranko | sekurŝrankoj |
αιτιατική | sekurŝrankon | sekurŝrankojn |
sekurŝranko (eo)