sekundo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekundo | sekundoj |
αιτιατική | sekundon | sekundojn |
sekundo (eo)
- το δευτερόλεπτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekundo | sekundoj |
αιτιατική | sekundon | sekundojn |
sekundo (eo)