seksumo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- seksumo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | seksumo | seksumoj |
αιτιατική | seksumon | seksumojn |
seksumo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | seksumo | seksumoj |
αιτιατική | seksumon | seksumojn |
seksumo (eo)