seductive
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | seductive |
συγκριτικός | more seductive |
υπερθετικός | most seductive |
Επίθετο επεξεργασία
seductive (en)
- σαγηνευτικός, -ή, -ό
- αποπλανητικός, -ή, -ό
- συναρπαστικός, -ή, -ό
παραθετικά | |
θετικός | seductive |
συγκριτικός | more seductive |
υπερθετικός | most seductive |
seductive (en)