Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

scurtu < δημώδης λατινική *excurtus < λατινική curtus < πρωτοϊταλική *kortos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kr̥tós (κοντός) < *(s)ker- (κόβω)

  Επίθετο επεξεργασία

scurtu

  Πηγές επεξεργασία