scuro
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- scuro < oscuro με επανανάλυση της έναρθρης εκφοράς (lo) l' oscuro > lo scuro < λατινική obscūrus (σκοτεινός, σκιερός) μέσω της αιτιατικής obscurum[1]
- scuro > μεσαιωνικά ελληνικά: σκοῦρος > νέα ελληνικά: σκούρος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | scuro | scuri |
θηλυκό | scura | scure |
scuro (it)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
scuro | scuri |
scuro (it) αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.