scaling
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
scaling | scalings |
scaling (en)
- απολέπιση, ξελέπισμα, αφαίρεση των λεπιών
- αλλαγή κλίμακας, κλιμακοθέτηση, κλιμακοθεσία [1]
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
scaling (en)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ από αναζήτηση «scaling» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.