salono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salono | salonoj |
αιτιατική | salonon | salonojn |
salono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salono | salonoj |
αιτιατική | salonon | salonojn |
salono (eo)