akceptsalono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akceptsalono | akceptsalonoj |
αιτιατική | akceptsalonon | akceptsalonojn |
akceptsalono (eo)
- η ρεσεψιόν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akceptsalono | akceptsalonoj |
αιτιατική | akceptsalonon | akceptsalonojn |
akceptsalono (eo)