sakro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sakro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sakro | sakroj |
αιτιατική | sakron | sakrojn |
sakro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sakro | sakroj |
αιτιατική | sakron | sakrojn |
sakro (eo)