sakfajfilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sakfajfilo | sakfajfiloj |
αιτιατική | sakfajfilon | sakfajfilojn |
sakfajfilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sakfajfilo | sakfajfiloj |
αιτιατική | sakfajfilon | sakfajfilojn |
sakfajfilo (eo)