ενικός         πληθυντικός  
safety safeties

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

safety (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, η κατάσταση της προστασίας από κίνδυνο ή βλάβη
    ⮡  Pay attention to the safety instructions.
    Δώστε προσοχή στις οδηγίες ασφαλείας.
    ⮡  Your personal safety is at stake.
    Κινδυνεύει η προσωπική σου ασφάλεια.
    ⮡  Safety first!
    Προπαντός ασφάλεια!
  2. (μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία κινδύνου
    ⮡  He immediately fell asleep in the safety of his mother’s arms.
    Αποκοιμήθηκε αμέσως μέσα στην ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς.
    ⮡  For greater safety, lock the main entrance at night.
    Για μεγαλύτερη ασφάλεια να κλειδώνετε το βράδυ την κεντρική είσοδο.
    ⮡  The gathering was forbidden for reasons of public safety.
    Η συγκέντρωση απαγορεύτηκε για λόγους δημόσιας ασφάλειας.
     συνώνυμα: security
  3. η ασφάλεια, ασφαλιστικός, μια συσκευή που εμποδίζει ένα όπλο να πυροβολήσει ή μια μηχανή να λειτουργήσει κατά λάθος
    ⮡  the safety on the rifle - η ασφάλεια του τουφεκιού
    ⮡  the safety of a car door’s lock - η ασφάλεια της πόρτας αυτοκινήτου
    ⮡  It’s impossible for this safety valve to rust.
    Είναι αδύνατο να σκουριάσει αυτή η ασφαλιστική δικλίδα.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία