safety valve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
safety valve | safety valves |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαsafety valve (en)
- η ασφαλιστική δικλίδα, η βαλβίδα ασφάλειας
- ⮡ It’s impossible for this safety valve to rust.
- Είναι αδύνατο να σκουριάσει αυτή η ασφαλιστική δικλίδα.
- ⮡ It’s impossible for this safety valve to rust.