Ετυμολογία

επεξεργασία
rustre < λατινική rusticus < rus

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rustre rustres

rustre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία