Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rustaud rustauds
θηλυκό rustaude rustaudes

rustaud (fr)

  1. χοντροκομμένος, αγροίκος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rustaud rustauds

rustaud (fr) αρσενικό

  1. αγροίκος, άξεστος