rompilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rompilo | rompiloj |
αιτιατική | rompilon | rompilojn |
rompilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rompilo | rompiloj |
αιτιατική | rompilon | rompilojn |
rompilo (eo)