murrompilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | murrompilo | murrompiloj |
αιτιατική | murrompilon | murrompilojn |
murrompilo (eo)
- ο κριός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | murrompilo | murrompiloj |
αιτιατική | murrompilon | murrompilojn |
murrompilo (eo)