Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

resucée < resucer < re- + sucer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
resucée resucées

resucée (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) νέα γουλιά, νέα ποσότητα ενός ποτού
  2. (ειρωνικό) επανάληψη (ενός φιλμ, ενός βιβλίου)
    ce film est une resucée de Roméo et Juliette
    αυτό το φιλμ είναι μια επανάληψη του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας