Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
resucée
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
resucée
<
resucer
<
re-
+
sucer
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
resucée
resucées
resucée
(fr)
θηλυκό
(
οικείο
) νέα
γουλιά
, νέα ποσότητα ενός
ποτού
(
ειρωνικό
)
επανάληψη
(ενός φιλμ, ενός βιβλίου)
↪
ce film est une
resucée
de Roméo et Juliette
αυτό το φιλμ είναι μια
επανάληψη
του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας