Ετυμολογία

επεξεργασία
regulo < regul- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική regulo reguloj
αιτιατική regulon regulojn

regulo (eo)

  1. ο κανόνας
  2. (στον πληθυντικό) ο κανονισμός
    la reguloj de la flugkompanio - ο κανονισμός της αεροπορικής εταιρείας