receptive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | receptive |
συγκριτικός | more receptive |
υπερθετικός | most receptive |
Επίθετο
επεξεργασίαreceptive (en)
παραθετικά | |
θετικός | receptive |
συγκριτικός | more receptive |
υπερθετικός | most receptive |
receptive (en)