Ετυμολογία 1

επεξεργασία
recap < περικοπή του recapitulate (< re- + capitulate)
ενεστώτας recap
γ΄ ενικό ενεστώτα recaps
αόριστος recapped
παθητική μετοχή recapped
ενεργητική μετοχή recapping

recap (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • ανακεφαλαιώνω, συνοψίζω, επαναλαμβάνω συνοπτικά τα βασικά σημεία από ό,τι έχει λεχθεί προηγουμένως
    ⮡  Let’s recap each of these kinds of measures.
    Ας ανακεφαλαιώσουμε καθένα από αυτά τα είδη μέτρων.

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
recap < → δείτε τις λέξεις re- και capacitor

recap (en)