recap
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- recap < περικοπή του recapitulate (< re- + capitulate)
Ρήμα επεξεργασία
recap (en)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- (τεχνολογία, ανεπίσημο) αντικαθιστώ πυκνωτές (λ.χ. λόγω φθοράς) σε ηλεκτρονική συσκευή