razaparato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | razaparato | razaparatoj |
αιτιατική | razaparaton | razaparatojn |
razaparato (eo)
- η ξυριστική μηχανή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | razaparato | razaparatoj |
αιτιατική | razaparaton | razaparatojn |
razaparato (eo)