rango
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rango < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rango | rangoj |
αιτιατική | rangon | rangojn |
rango (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rango | rangoj |
αιτιατική | rangon | rangojn |
rango (eo)