régiment
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
régiment | régiments |
régiment (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) το σύνταγμα
- (μετωνυμία) οι άνδρες ενός συντάγματος]]
- (οικείο) ο στρατός · η θητεία
- το πλήθος