quarteron
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- quarteron < quartier
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
quarteron | quarterons |
quarteron (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) το ένα τέταρτο μιας λίβρας
- (μεταφορικά) μια μικρή ποσότητα, μια χούφτα