pupilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pupilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pupilo | pupiloj |
αιτιατική | pupilon | pupilojn |
pupilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pupilo | pupiloj |
αιτιατική | pupilon | pupilojn |
pupilo (eo)