Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

punktokomo < punkto + komo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική punktokomo punktokomoj
αιτιατική punktokomon punktokomojn

punktokomo (eo)

  • στις λατινικές γλώσσες, η άνω τελεία (« ; »)