punkto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punkto | punktoj |
αιτιατική | punkton | punktojn |
punkto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punkto | punktoj |
αιτιατική | punkton | punktojn |
punkto (eo)